Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Υπάρχει ένας θρύλος για έναν αρχαίο θησαυρό.....

Υπάρχει ένας θρύλος για έναν αρχαίο θησαυρό
που τον φυλάει μέσα του κάποιο ψάρι.
Ο άνθρωπος έχει ένα όνειρο.
Νομίζοντας πως είναι ο μόνος που κατέχει το μυστικό
πηγαίνει κάτω στην όχθη και περιμένει.
Περιμένει ελπίζοντας να περάσει το ψάρι.
Τα χρόνια περνούν, το ποτάμι κυλάει
περνάει το νερό μπροστά του, 
πάντα σκοτεινό κι αθησαύριστο.
Ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται ανήσυχος.
Μια σκέψη ωστόσο τον ημερεύει.
Πιστεύει πως όπου να ’ναι θ’ αλλάξει η τύχη του.
Το σώμα του βαραίνει, τα μαλλιά του ασπρίζουν
πυκνή ομίχλη κατεβαίνει στα μάτια του
κι ενώ μια νύχτα αλλιώτικη σκοτεινιάζει τον κόσμο
εκείνος, κουρασμένος, νυστάζει.
Παρ’ όλα αυτά επιμένει.
Περιμένει πάντα να πιάσει το ψάρι.
Δεν ξέρει και ίσως προς το τέλος μόνο μαθαίνει
πως το ποτάμι ήταν το ψάρι που περίμενε.
Μα είναι αργά.
Το ποτάμι συνεχίζει να κυλάει όπως πάντα.
Καταλήγοντας στην ατρύγετη θάλασσα.
Θανάσης Κωσταβάρας
Η φωνή μας
σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος.
Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας.
Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε.
Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα.
Γι’ αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα
δίχως μιλιά
δεν σταματάμε
να τραγουδάμε.
Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος
δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι.
Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει 
πιο ανθρώπινα.
Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, 
στα έρημα βράδια
κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους
δίνει στους απελπισμένους κουράγιο.
Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση
δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο.
Πάντως δίχως τραγούδι
δεν υπάρχει Ομορφιά.
Θανάσης Κωσταβάρας
Έπρεπε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια
τόσοι μαύροι χειμώνες, τόση αφόρητη μοναξιά
για να φτάσει κάποτε σε κείνη τη γενναία πραότητα
που έχουν τα δέντρα.
Όχι όλα τα δέντρα.
Εκείνα που μέσα στην ερημιά μεγαλώνουν
 αφρόντιστα μόνα τους.
Και γεμίζουν φύλλα και κλώνους 
και δίνουν καρπούς που, αλίμονο
δεν έρχεται να τους μαζέψει κανένας.
Ώσπου αρκούνται να περιμένουν κάποιον οδοιπόρο
 τουλάχιστον να του προσφέρουν τον ίσκιο τους.
Έτσι και κείνος.
Τόσο πολύ τον είχε πλουτίσει η βασανισμένη ζωή του
που τον έκανε ποιητή.
Και περίμενε χρόνια κάποιον
 να του μιλήσει η ποίησή του.
Να του χαρίσει έστω τον ίσκιο της.
Κι έτσι να ξοφλήσει κάτι απ’ το χρέος του.
Γιατί είχε τόσον πλούτο αθησαύριστον μέσα του
που μια ζωή ονειρευόταν
να του δοθεί κάποτε η χάρη με τη ζεστή του φωνή 
να ντύσει όλη τη γυμνή ανθρωπότητα.
Θανάσης Κωσταβάρας
Μη με ρωτάτε τι είναι η ποίηση.
Πέστε μου μόνο τι θα ’ταν η ζωή
δίχως αυτή.
Μιλάω για μένα βέβαια πάντα.
Αν και τι θα ’ταν ο κόσμος ολόκληρος.
Δίχως τ’ όνειρο, δίχως την κρυφή ελπίδα 
για φυγή μέσα απ’ τ’ όνειρο.
Δίχως το άλλο πρόσωπο του χρόνου, την άλλη φωνή.
Δίχως την αυταπάτη ακόμα
πως πάντα ήμασταν φωτεινοί
πως δεν είμαστε για πάντα κλεισμένοι
μέσα σε μια τυφλή, σε μια απελπισμένη
σε μια δίχως νόημα τέλος
αναμονή.
(Άραγε θα μπορέσουμε να συναντήσουμε κάποτε
τη μακρινή χώρα απ’ όπου πριν απ’ τη γέννηση μας
εξοριστήκαμε;
Αυτή η ακοίμητη νοσταλγία
αυτή η οδυνηρή περιπλάνηση 
για την αναζήτηση της χαμένης πατρίδας
μπορεί να είναι η ποίηση.)
Θανάσης Κωσταβάρας
Ο Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε στην Ανακασιά του Βόλου 
το 1927 όπου πέρασε τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια. 
Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1954
 και εργάστηκε ως οδοντίατρος. 
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής 
εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση. 
Για την αγωνιστική του δράση, την οποία συνέχισε 
και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, διώχτηκε και φυλακίστηκε. 
Στο χώρο της λογοτεχνίας παρουσιάστηκε το 1956 
με την έκδοση της ποιητικής συλλογής «Αναζήτηση», το 1956.
Ασχολήθηκε, επίσης, με την πεζογραφία και το θέατρο. 
Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, πολωνικά και γερμανικά. 
Πέθανε στην Αθήνα, το 2007.


Δεν υπάρχουν σχόλια :